Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

debt collector


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο collector παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: debt
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
collector n (hobbyist) (χομπίστας)συλλέκτης ουσ αρσ
 I went to a fair for doll collectors last weekend.
 Το περασμένο Σαββατοκύριακο, πήγα σε μια έκθεση για συλλέκτες κουκλών.
collector n ([sb] who acquires things)συλλέκτης ουσ αρσ
 Alex is a collector and has boxes of knick-knacks and antiques.
collector n (debt collector, tax collector) (χρεών)εισπράκτορας ουσ αρσ
 Francine cowers when her phone rings, in fear that it may be a collector calling.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
antique collector n ([sb] who buys old, valuable objects)συλλέκτης παλαιών αντικειμένων ουσ αρσ
 He calls himself an antique collector but all he has is a house full of old junk.
bill collector n (person: collects debts)χρεοσυλλέκτης ουσ αρσ
coin collector n ([sb] who collects rare coins)συλλέκτης νομισμάτων ουσ αρσ
 Serious coin collectors usually belong to a numismatic society.
collector scheme n (sales technique: collecting tokens) (τεχνική πωλήσεων)σύστημα συλλογής προσφορών φρ ως ουσ ουδ
  σύστημα συλλογής δειγμάτων φρ ως ουσ ουδ
 Collector schemes encourage repeat purchases.
collector's item (unique article)συλλεκτικό αντικείμενο επίθ + ουσ ουδ
  συλλεκτικό κομμάτι επίθ + ουσ ουδ
garbage collector (US),
refuse collector (UK)
n
US (person who collects refuse)οδοκαθαριστής ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, ενίοτε μειωτικό)σκουπιδιάρης ουσ αρσ
 Garbage collectors do an essential job.
tax collector n ([sb] employed to gather taxes)φοροεισπράκτορας ουσ αρσ
ticket collector n (transport worker who checks tickets)ελεγκτής εισιτηρίων ουσ αρσ
 Stewardesses act as ticket collectors when passengers board a plane.
trash collector (US),
refuse collector (UK)
n
(person employed to collect refuse)οδοκαθαριστής ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, ενίοτε μειωτικό)σκουπιδιάρης ουσ αρσ
  (επίσημο)υπάλληλος καθαριότητας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'debt collector' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση debt collector στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «debt collector».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!